- ἐπίφορα
- ἐπίφοροςcarrying towardsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιφορά — ἐπιφορά̱ , ἐπιφορά bringing to fem nom/voc/acc dual ἐπιφορά̱ , ἐπιφορά bringing to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορᾷ — ἐπιφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… … Dictionary of Greek
ἐπιφορᾶι — ἐπιφορᾷ , ἐπιφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοράν — ἐπιφορά̱ν , ἐπιφορά bringing to fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοράς — ἐπιφορά̱ς , ἐπιφορά bringing to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοραῖς — ἐπιφορά bringing to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοραί — ἐπιφορά bringing to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορᾶς — ἐπιφορά bringing to fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορῇ — ἐπιφορά bringing to fem dat sg (epic ionic) ἐπιφορέω put pres subj mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres ind mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres subj act 3rd sg ἐπιφορέω put pres subj mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres ind mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)